- αδελφολογώ
- και αδερφολογώ(για φυτά) εκφύω, ξεπετώ παραφυάδες ή βλαστούς από το ίδιο στέλεχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + -λογώ, θαμιστ. κατάλ. που σημαίνει, μεταξύ άλλων, και «είμαι εφοδιασμένος με, είμαι γεμάτος από, γεμίζω με» (πρβλ. βρομολογά, χαϊδολογά, κ.λπ.).ΠΑΡ. αδελφολόγημα].
Dictionary of Greek. 2013.